δειπνώ
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
και δειπνάω (AM δειπνῶ, -έω) δείπνον
1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ.
β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς μου
γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει», Θουκ.)
2. τρώω, γευματίζω
αρχ.
1. καλώ κάποιον σε δείπνο
2. τρώω το πρωινό μου, προγευματίζω («ἅμα δ' ἠσῑ φαινομένηφι δειπνήσας»)
3. φρ. α) «δειπνῶ τὸ ἄριστον» — τρώω το βράδυ το κύριο γεύμα της ημέρας
β) «δειπνῶ ἄρτον» — τρώω ξερό ψωμί
γ) «δειπνῶ τἀλλότρια» — ως παράσιτος
δ) «δειπνῶ ἀπό τινος» — τρέφομαι εις βάρος άλλου.