εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
εὐθηνῶ, -έω (Α)
ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ
β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ευθενώ].