παλιντυπής

From LSJ
Revision as of 17:20, 30 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντῠπής Medium diacritics: παλιντυπής Low diacritics: παλιντυπής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΥΠΗΣ
Transliteration A: palintypḗs Transliteration B: palintypēs Transliteration C: palintypis Beta Code: palintuph/s

English (LSJ)

ές, A beaten back, neut. as adverb, A.R. 3.1254.

German (Pape)

[Seite 451] ές, zurückgeschlagen, Ap. Rh. 3, 1254.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠπής: -ές, ὁ ὀπίσω κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254.

Greek Monolingual

παλιντυπής, -ές (Α)
1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές
με χτύπημα από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι-τυπής].