σιτοφυλακεῖον
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
τό, A granary, Suid.
German (Pape)
[Seite 886] τό, Ort, Gefäß, worin Getreide aufbewahrt wird (?).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοφῠλᾰκεῖον: τό, ἀποθήκη σίτου, σιτοβολών, Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σιτοφύλαξ, -ακος
1. (κατά το λεξ. Σούδα) σιταποθήκη
2. σιτοβολώνας.