επωνυμία

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

η (AM ἐπωνυμία
Α και ἐπωνυμίη)
1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία του σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν ἐξάκουστήν, ἣν βλέπεις καὶ ἀκούεις / καθὼς τὴν κλῆσιν ἔλαβεν καὶ τὴν έπωνυμίαν» δ. «ὅθεν ἔθεντο τὰς ἐπωνυμίας», Ηρόδ.
ε. «τῆς θεοῦ ἐπωνυμίας ἄξιος», Πλάτ.)
2. παράνομα, παρεπώνυμο, παρατσούκλι που δίνεται ειρωνικά ή χλευαστικά (α. «ἐπωνυμίαν τινὶ Μαργίτην τίθεσθαι», Αισχίν.
β. «προσείληψε τὴν ἐπωνυμίαν συκοφάντης», Αισχίν.)
3. ονομασία, τίτλος («θεῶν ἐπωνυμίαι», Ηρόδ.).