ευμέθοδος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμέθοδος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῦ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβής («εὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ευμέθοδο(ν)
η μεθοδικότητα
μσν.-αρχ.
ο τακτοποιημένος καλά.
επίρρ...
ευμεθόδως (ΑΜ εὐμεθόδως)
με καλή μέθοδο, μεθοδικά, συστηματικά.