λιναγερτουμένη

From LSJ
Revision as of 20:15, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐναγερτουμένη Medium diacritics: λιναγερτουμένη Low diacritics: λιναγερτουμένη Capitals: ΛΙΝΑΓΕΡΤΟΥΜΕΝΗ
Transliteration A: linagertouménē Transliteration B: linagertoumenē Transliteration C: linagertoumeni Beta Code: linagertoume/nh

English (LSJ)

(fort. λιναγρετουμένηἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα, Hsch.

Greek Monolingual

λιναγερτουμένη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῦσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πιθ. ἀγερτός < ἀγείρω «συλλέγω, μαζεύω»].