σεντόνι

From LSJ
Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α
νεοελλ.
1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα
2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο δημοσιογραφικό κείμενο, μακρινάρι
β) μεγάλη, μακροσκελής πρόταση χωρίς σημεία στίξης
αρχ.
ένδυμα ή παραπέτασμα κατασκευασμένο από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα («ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῦς μελῶν ἐστι εὑρεῖν, ἀμφὶ δ' ἄβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσε, καὶ φασὶν εἶναι ταῦτα σινδόνια ἐστραμμένα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σινδών, -όνος + υποκορ. κατάλ. -ιον].