Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπιλώνω

From LSJ
Revision as of 20:25, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

σπιλῶ, -όω, ΝΜΑ σπίλος (Ι)]
μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή της οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ)
αρχ.
1. προξενώ κηλίδες, λερώνωεἶδος σπιλωθὲν χρώμασι διηλλαγμένοις», Λουκιαν.)
2. σημειώνω με στίγματα («μέλανι συνθήματι τὸ ὑπὲρ πῆχυν ἐσπίλωτο», Ηλιόδ.).