τρισμάκαρ

Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

τρισμάκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μάκαρ, τρὶς μάκαρ, ὁ πάνυ μακάριος, Ὀδ. Ζ. 154, 155, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1332, Ἀνθ. Π., κλπ.· ― ἡ διῃρημένη γραφὴ τρὶς μάκαρ, ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ἐκ τῆς φράσεως τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου terque quaterque beati, Ὀδ. Ε. 306· πρβλ. τρισκακοδαίμων.

Greek Monolingual

-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].