επιρρέω
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
Greek Monolingual
(Α ἐπιρρέω) ρέω
1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. ἐπιρρέομαι
ποτίζομαι, αρδεύομαι
αρχ.
1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῖσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.)
2. (για άνθρ.) ορμώ, ξεχύνομαι («τά δ’ ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν», Ομ. Ιλ.).