ευφιλόπαις
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
εὐφιλόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
(για μικρό λιοντάρι) ο πολύ αγαπητός στα παιδιά («ἅμερον, εὐφιλόπαιδα καὶ γεραροῖς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.).