ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
(Α ἐπανθίζω)
στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.)
αρχ.
ποικίλλω («ἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.).