βελόστασις

Revision as of 15:15, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

εως, ἡ, = βελοστασία (range of warlike engines, battery of warlike engines), Plb. 9.41.8, Ph.Mech. Bel. 81.17, DS. 20.85.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, dasselbe, Pol. 9, 41 D. Sic. 20, 85, Batterie. Auch Wurfmaschine, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

βελόστᾰσις: -εως, ἡ, συστοιχία πολεμικῶν μηχανῶν πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν ἤ θέσις ἐν ᾗ τοποθετοῦνται αἱ τοιαῦται μηχαναί, Πολύβ. 9. 41, 8, Διόδ. 20. 85· - ὡσαύτως βελοστασία, ἡ, Ἀθην. π. Μηχαν. σ. 6.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
batería artillera de catapultas Plb.9.41.8, cf. Ph.Bel.81.17, LXX Ie.28.27, 1Ma.6.20, Ez.4.2, D.S.20.85.

Greek Monolingual

βελόστασις, η (Α)
βελοστασία.

Russian (Dvoretsky)

βελόστᾰσις: εως ἡ место для метательного орудия, стрелковая позиция Polyb., Diod.