βελόστασις
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
English (LSJ)
-εως, ἡ, = βελοστασία (range of warlike engines, battery of warlike engines), Plb. 9.41.8, Ph.Mech. Bel. 81.17, DS. 20.85.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
batería artillera de catapultas Plb.9.41.8, cf. Ph.Bel.81.17, LXX Ie.28.27, 1Ma.6.20, Ez.4.2, D.S.20.85.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, dasselbe, Pol. 9, 41 D. Sic. 20, 85, Batterie. Auch Wurfmaschine, LXX.
Russian (Dvoretsky)
βελόστᾰσις: εως ἡ место для метательного орудия, стрелковая позиция Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
βελόστᾰσις: -εως, ἡ, συστοιχία πολεμικῶν μηχανῶν πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν ἤ θέσις ἐν ᾗ τοποθετοῦνται αἱ τοιαῦται μηχαναί, Πολύβ. 9. 41, 8, Διόδ. 20. 85· - ὡσαύτως βελοστασία, ἡ, Ἀθην. π. Μηχαν. σ. 6.
Greek Monolingual
βελόστασις, η (Α)
βελοστασία.