διαπλατύνω

Revision as of 15:25, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

A dilate, X.Lac.2.5; fiatten out, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.648a.

German (Pape)

[Seite 595] ganz breit machen, Ath. XIV, 648 a; τὰ σώματα σίτῳ Xen Lac. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλᾰτύνω: ποιῶ τι λίαν πλατύ. εὐρύνω. Ξεν. Πολ. Λακ. 2, 5· πλατύνω, Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθήν. 648Α.

French (Bailly abrégé)

dilater fortement.
Étymologie: διά, πλατύνω.

Spanish (DGE)

1 intr. ensanchar, de pers. engordar τροφὴν ... τὴν διαπλατύνουσαν τῷ σίτῳ X.Lac.2.6
en v. med. ensancharse una construcción ἄνωθεν LXX Ez.41.7.
2 tr. aplastar, aplanar una masa διαπλατύνας (ποίησον) τετράγωνον Chrysipp.Tyan. en Ath.648a.

Greek Monolingual

διαπλατύνω) πλατύνω
διευρύνω ή προεκτείνω προς όλες τις κατευθύνσεις
αρχ.
διαστέλλω, διευρύνω κάτι.

Greek Monotonic

διαπλᾰτύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, διευρύνω, διαστέλλω, επεκτείνω, φαρδαίνω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαπλᾰτύνω: расширять, делать широким, т. е. полным (τὰ σώματα τῷ σίτῳ Xen.).

Middle Liddell

fut. -ῠνῶ
to make very wide, dilate, Xen.