προεκτείνω
From LSJ
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
English (LSJ)
stretch forth, Apollon.Lex.s.v. προΐηλε.
German (Pape)
[Seite 719] (s. τείνω), vorher ausdehnen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεκτείνω: ἐκτείνω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὀμ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. εκτείνω προς τα εμπρός, αυξάνω κάτι σε μήκος, έκταση ή επιφάνεια, επεκτείνω («η οδός θα προεκταθεί μέχρι την παραλία»)
2. μτφ. αποδίδω ευρύτερη έννοια σε κάτι.