διασκορπισμός

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκορπισμός Medium diacritics: διασκορπισμός Low diacritics: διασκορπισμός Capitals: ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diaskorpismós Transliteration B: diaskorpismos Transliteration C: diaskorpismos Beta Code: diaskorpismo/s

English (LSJ)

ὁ, A scattering, dispersal, LXX Ez.6.8, al.; confusion, τῆς φορολογίας PTeb.24.55 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, die Zerstreuung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

διασκορπισμός: ὁ, διασκόρπισις, διασπορά, Ἑβδ. (Ἐζεκ. Ϛʹ, 8 κ. ἀλλ.), καὶ διασκόρπισις, ἡ, Ν. Χων σ. 120. 3 (Βόνν.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 dispersión ὁ δ. ὑμῶν ἐν ταῖς χώραις LXX Ez.6.8, ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔσεσθε εἰς κατάραν καὶ εἰς διασκορπισμόν T.Leu.16.5
desaparición φεύγοντας δὲ αὐτοὺς καὶ εἰς τὰ ὀπίσω χωροῦντας δ. λήψεται Eus.M.23.297B, cf. 684C.
2 confusión, desorden ὑπὸ διασκορπισμὸν τὰ τῆς φορολογίας ἄγειν PTeb.24.55 (II a.C.).

Greek Monolingual

ο (Α διασκορπισμός)
διασκόρπιση
αρχ.
σύγχυση.