ἐκκήρυκτος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ον, A banished, cast away, LXXJe.22.30, Hsch.
German (Pape)
[Seite 762] durch öffentlichen Ausruf des Herolds verbannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκήρυκτος: -ον, ὁ ἐκκηρυχθείς, ἀποκεκηρυγμένος, ἀποβεβλημένος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43. κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 expulsado por medio de una proclama, proclamado como proscrito, ἄνθρωπος LXX Ie.22.30, cf. Hippol.Dan.1.13.
2 en lit. crist. excluido, excomulgado ἐκκλησίας θεοῦ Gr.Thaum.Ep.Can.2, τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας Eus.HE 6.43.3, κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν Basil.Ep.55, cf. 226.2, οἱ μὲν ἐκκήρυκτοι παρ' ἡμῶν διὰ τὴν ἀσέβειαν γενόμενοι Ath.Al.Ep.Encycl.5.4, αὐτὸν ... ἐκκήρυκτον ποιεῖ ἐν τῇ πόλει Epiph.Const.Haer.69.3.7.
Greek Monolingual
ἐκκήρυκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει δημόσια αποκηρυχθεί ή αφοριστεί.