αναφύομαι
Greek Monolingual
(Α ἀναφύω κ. ἀναφύομαι)
μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι
αρχ.
ενεργ. Ι. (μτβ.)
1. γεννώ πάλι
2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει
3. δημιουργώ, παράγω
II. (αμτβ.)
1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω
2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι.
(Α ἀναφύω κ. ἀναφύομαι)
μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι
αρχ.
ενεργ. Ι. (μτβ.)
1. γεννώ πάλι
2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει
3. δημιουργώ, παράγω
II. (αμτβ.)
1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω
2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι.