ὑριχός
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, wicker basket, hand-basket, Ar.Fr.569.5; σύριχος, Alex.128.3; written also ὑρισσός, Theognost. Can.23 (ὑρίσσος Hsch.); ὑρίσκος and συρίσκος, Hsch.; ὕρισχος, Phryn.PSp.116B. (βρίσχος ibid.); σύρισσος, Poll.10.129.
Greek (Liddell-Scott)
ὑρῐχός: [ῠ], ὁ, πλεκτὸν καλάθιον, χειροκάλαθον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 5· σύριχος Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· φέρεται καὶ ὑρισσός, Θεογνώστ. Κανόν. σ. 23· ὑρίσκος καὶ συρίσχος, Ἡσύχ.· ὕρισχος, Α. Β. 67· σύρισσος, Πολυδ. Ι΄, 129. Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει καὶ ὑρρίς, ὅπερ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ σπυρίς· καὶ παρ’ Ἡσυχ. φέρεται ὕρον, τό, σμῆνος μελισσῶν· παρὰ τῷ αὐτῷ φέρεται καὶ ὑριατόμος, ὅπερ ἑρμηνεύει: «ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν».
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σύριχος.