κατυβρίζω
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
Ion. for καθυβρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.
Greek Monolingual
κατυβρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.
Greek Monotonic
κατυβρίζω: κατ-ύπερθε, κατ-υπέρτερος, κατ-υπνόω, Ιων. αντί καθ-.
Russian (Dvoretsky)
κατυβρίζω: ион. = καθυβρίζω.