σταλεηδόνες
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
σταλαγμοί, Hsch. στάλη· ταμεῖον κτηνῶν, Id. σταλίζομαι· ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας (sic), Id.
Greek Monolingual
και σταλαηδόνες, αἱ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σταλαγμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. < σταλάω + επίθημα -(η)δών (πρβλ. σηπεδών, αλγηδών) διευθετημένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών].