ὁρμιατόνος

From LSJ
Revision as of 15:44, 11 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμῐᾱτόνος Medium diacritics: ὁρμιατόνος Low diacritics: ορμιατόνος Capitals: ΟΡΜΙΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: hormiatónos Transliteration B: hormiatonos Transliteration C: ormiatonos Beta Code: o(rmiato/nos

English (LSJ)

ὁ, (ὁρμιά, τείνω) fisherman, E.Hel.1615.

Greek Monolingual

ὁρμιατόνος, ὁ (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί την ορμιά, ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -τόνος (< τείνω)].

Russian (Dvoretsky)

ὁρμιᾱτόνος: ὁ рыболов Eur.