ζῳωτός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
(with ι, Inscrr., v. infr.), ή, όν, also ός, όν Charesap.Ath. 12.538d: (ζῷον):—A adorned with figures, φαρέτρα IG11(2).161 B100 (Delos, iii B.C.); χιτών Callix.2; ἐφαπτίς Plb.30.25.10; σκύφος OGI 214.54(iii B.C.); αὐλαῖαι Chares l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳωτός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Ἀθην. 538D· (ζωόομαι)· ― εἰργασμένος ἢ πεποικιλμένος δι’ εἰκόνων ζῴων, χιτὼν ὁ αὐτ. 197Ε· ἐφαπτὶς Πολύβ. 31. 3, 10· σκύφος Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 55· ― οὕτω παρὰ Πλαύτῳ, belluata tapetia· πρβλ. ἀνθεμωτός, στρουθωτός, κλ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳωτός: [adj. verb. к ζῳόω оживлять] покрытый изображениями животных или расшитый рисунками (ἐφαπτις Polyb.).