γενναίως
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (Woodhouse)
(see also: γενναῖος) nobly, generously
French (Bailly abrégé)
adv.
noblement, généreusement.
Étymologie: γενναῖος.
Russian (Dvoretsky)
γενναίως:
1) благородно Her., Aesch., Thuc., Plut.;
2) мужественно, стойко (τὰ προσπίπτοντα φέρειν Men.; φυλάξαι τὸ πρέπον Plut.);
3) сильно, с силой (ὠθεῖν Eur.).