διολισθαίνω
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
French (Bailly abrégé)
impf. διωλίσθανον, ao.2 διώλισθον;
1 glisser à travers;
2 échapper à, acc..
Étymologie: διά, ὀλισθαίνω.
Greek Monolingual
(AM διολισθαίνω
Α και διολισθάνω) ολισθαίνω
1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ
2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα
3. γλιστρώ και πέφτω
νεοελλ.
ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
αρχ.
φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν»
(για μεθυσμένους) τραυλίζω.
Russian (Dvoretsky)
διολισθαίνω: атт. διολισθάνω (impf. διωλίσθανον, aor. 2 διώλισθον)
1) скользя проходить, скользить (ἡ ναῦς διολισθαίνουσα ἐπ᾽ ἄκρων τῶν κυμάτων Luc.);
2) ускользать, убегать (τινά Arph., Plat.; φόβους καὶ κινδύνους Polyb.; δ. καὶ ὑποφεύγειν τι Plut.);
3) соскальзывать: τὴν γλῶτταν διολισθαίνων Luc. с заплетающимся языком.