δοριπόνος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
occupé aux travaux de la guerre, belliqueux.
Étymologie: δόρυ, πένομαι.
Russian (Dvoretsky)
δοριπόνος:
1) действующий копьем, т. е. сражающийся (ἄνδρες Eur.);
2) воинственный (ἀσπίδες καὶ λογχαι Ἀχαιῶν Eur.).