μῖξις

From LSJ
Revision as of 12:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

German (Pape)

[Seite 188] ἡ (so richtiger als μίξις), Mischung, Vermischung, bes. fleischliche, Beischlaf; μῖξις τουτέων ἐμφανής ἐστι, Her. 3, 101, ἐπίκοινον τῶν γυναικέων τὴν μῖξιν ποιεῦνται, 4, 172; λύπης τε καὶ ἡδονῆς, Plat. Phil. 47 d, öfter; ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, eheliche Verbindung zur Kinderzeugung, Legg. VI, 773 d; auch μηδεμίαν εἶναι μῖξιν μηδενὶ πρὸς μηδέν, Soph. 260 b; ἡ πρός τινα μ., Plut. Gryll. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μῖξις: -εως, ἡ, τὸ μιγνύειν, ἀναμιγνύειν, Ἐμπεδ. 100, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 260Β· περὶ τῆς διαφορᾶς πρὸς τὸ κρᾶσις, ἴδε ἐν λ. κρᾶσις. II. ἀνάμιξις, σχέσις, συναφὴ μετ’ ἄλλων, ἰδίως ἡ σαρκικὴ μῖξις ἢ ἡ ἐμπορικὴ ἐπιμιξία, Ἡρόδ. 1. 203, κ. ἀλλ.: [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μῖξιν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 172· μ. πρός τινα Πλούτ. 2. 990D· ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, ἐν τῇ μίξει μετὰ γυναικὸς χάριν παιδοποιΐας, Πλάτ. Νόμ. 773D.

Greek Monotonic

μῖξις: -εως, ἡ (μίγνυμι),·
I. ανακάτεμα, ανάμειξη, σε Πλάτ.· βλ. κρᾶσις.
II. συναναστροφή με άλλους, ιδίως σεξουαλική επαφή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μῖξις: εως ἡ
1) смешение, смесь, связь (τινος καί τινος и τινι πρός τι Plat.): ἡ πρὸς τὸ εἰκὸς μ. Plut. некоторое правдоподобие;
2) совокупление Her., Plat. etc.

Middle Liddell

μῖξις, εως, μίγνυμι
I. a mixing, mingling, Plat.; v. κρᾶσις,
II. intercourse with others, esp. sexual intercourse, Hdt.