συμπαθῶς
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Greek (Liddell-Scott)
συμπαθῶς: μετὰ συμπαθείας, ἴδε συμπαθής.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec compassion, sympathie ou affection;
Cp. συμπαθέστερον.
Étymologie: συμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
συμπᾰθῶς:
1) сочувственно, с симпатией (διακεῖσθαι πρός τινα Plut.);
2) с нежностью, с любовью (γηροβοσκεῖν τοὺς γονεῖς Plut.);
3) с состраданием (θρηνεῖν τινα Plut.).