ἀναριθμέομαι

From LSJ
Revision as of 20:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰριθμέομαι Medium diacritics: ἀναριθμέομαι Low diacritics: αναριθμέομαι Capitals: ΑΝΑΡΙΘΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anarithméomai Transliteration B: anarithmeomai Transliteration C: anarithmeomai Beta Code: a)nariqme/omai

English (LSJ)

Med., A reckon up, enumerate, D.19.18. II reconsider, Pl.Ax.372a:—Act., D.C.36.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰριθμέομαι: μέσ., ἀπαριθμῶ, Δημ. 346. 20. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, νυνὶ δὲ ἠρέμα κατ’ ἐμαυτὸν ἀναριθμήσομαι τὰ λεχθέντα Πλάτ. Ἀξ. 372Β. - Τὸ ἐνεργ. ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κασ. (36, 18): ἂν τοὺς κινδύνους .. ἀναριθμήσητε.

Spanish (DGE)

1 recapitular (πάντα τἀληθῆ) ἐκ τῶν πρώτων ἐλπίδων D.19.18
contar a su vez τὰς στρατείας ἃς ἐστράτευμαι D.C.36.25.5.
2 medir πυροῦ ἀνηριθμημένου (ἀρτάβας) ρ PGrenf.2.23.14 (II a.C.).
3 reconsiderar τὰ λεχθέντα Pl.Ax.372a.

Greek Monotonic

ἀνᾰριθμέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ., απαριθμώ, καταμετρώ, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰριθμέομαι:
1) пересчитывать, перечислять Dem.;
2) вновь обдумывать (τὰ λεχθέντα καθ᾽ ἑαυτόν Plat.).

Middle Liddell

Mid. to enumerate, Dem.