ἀβαφής
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
ές, A = ἄβαπτος, v. sub ἀναφής :—also ἀάσι-ος, ον, Gloss.
German (Pape)
[Seite 2] Plut. Conv. 3, 3 l. d. für ἀναφής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰφής: -ές, = ἄβαπτος, ἴδ. ἀναφής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non teint.
Étymologie: ἀ, βάπτω.
Spanish (DGE)
-ές
no mojado ψωμίον Origenes Io.32.22, cf. Chrys.M.64.884D.
Russian (Dvoretsky)
ἀβᾰφής: некрепленный, некрепкий, слабый (ἀ. καὶ ὑδατώδης οἶνος Plut.).