δυσκάθεκτος

Revision as of 11:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ον, A hard to hold in, ἵπποι X.Mem.4.1.3 (Sup.); πλήθη Plu.Num.4: metaph., Corn.ND30; πλοῦτος Luc.Tim.29 (s.v.l., al. δυσκάτοχος); hard to keep in mind, retain, Plu.2.408b.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zurückzuhalten, zu bändigen, von Pferden u. Menschen; Xen. Mem. 4, 1, 3; superl., 4; πλῆθος Plut. Num. 4; ὁρμή Amat. 4; πλοῦτος Luc. Tim. 29.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκάθεκτος: -ον, δυσκόλως κατεχόμενος, συγκρατούμενος, ἵπποι Ξεν Ἀπομν. 4. 1, 3, Πλούτ. Νουμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à contenir, fougueux, effréné.
Étymologie: δυσ-, κατέχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de sujetar, reprimir o gobernar ἵπποι X.Mem.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.in de An.38.9, πλήθη Plu.Num.4, τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα Plu.Cat.Ma.27, ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα Plu.2.330b
de pers. y dioses δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων) Corn.ND 30, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς Plu.2.31d, νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖς Gr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C
fig. de abstr. δυσκάθεκτον πρᾶγμα algo difícil de reprimir ref. a los insultos, Plu.2.810e, ἡ πολιτεία Plu.Luc.38, πόθος Gr.Naz.M.37.948A, ἐπιθυμίαι Basil.M.32.1380C, ὁρμαί Basil.Ep.2.2
neutr. subst. dificultad de reprimir c. gen. τὸ δ. τῆς ὀργῆς Basil.Ep.25.2
medic. difícil de sujetar, retener, contener τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ Gal.10.412, χυμός Gal.19.489.
2 fig. difícil de retener en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b.

Greek Monolingual

δυσκάθεκτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα συγκρατείται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου
2. (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται.

Greek Monotonic

δυσκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δύσκολα συγκρατιέται, ασυγκράτητος, ορμητικός, ἵπποι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσκάθεκτος: с трудом сдерживаемый, неудержимый, неукротимый (ἵππο; Xen.; πλήθη, ζῷα, ὁρμή Plut.).

Middle Liddell

δυσ-κάθεκτος, ον κατέχω
hard to hold in, ἵπποι Xen.