απρομήθητος
From LSJ
Greek Monolingual
ἀπρομήθητος, -ον (Α) προμηθούμαι απρόβλεπτος, απρόοπτος.
Russian (Dvoretsky)
απρομήθητος: непредвиденный, неожиданный (ἄελπτος κἀπρομήθητος Aesch.).
ἀπρομήθητος, -ον (Α) προμηθούμαι απρόβλεπτος, απρόοπτος.
απρομήθητος: непредвиденный, неожиданный (ἄελπτος κἀπρομήθητος Aesch.).