δύσβρωτος

From LSJ
Revision as of 11:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

German (Pape)

[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à manger.
Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de masticar δύσβρωτα ... καὶ δυσκατάποτα Sud.s.u. κύων παρ' ἐντέροις.

Greek Monolingual

δύσβρωτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγεται δύσκολα.

Russian (Dvoretsky)

δύσβρωτος: негодный для еды, неудобоваримый (τροφή Plut.).