μεγαλόστομος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, A with large mouth, Arist.PA662a25.
German (Pape)
[Seite 107] großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόστομος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στόμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόστομος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
νεοελλ.
αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόμα (πρβλ. αυθαδό-στομος)].
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόστομος: большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.).