περιχρυσόω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
A gild all over, Agatharch.Fr.Hist.2 J., v.l. for κατα- in Hdt.4.65 :— but in Pass., σφραγὶς περικεχρυσωμένη,περίχρυσος, with a gold mount or setting, IG22.1388.88, cf. POxy.1449.22 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 601] vergolden, Her. 4, 65; in Gold einfassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιχρῡσόω: χρυσώνω ὁλόγυρα, Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 155D, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 4. 65. ― Παθ., σφραγὶς περικεχρυσωμένη Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 37.
Russian (Dvoretsky)
περιχρῡσόω: покрывать кругом золотом, оправлять в золото (ἔσωθέν τι Her.).