πλημμελῶς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
contre la règle, à tort.
Étymologie: πλημμελής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλημμελῶς adv. van πλημμελής.
Russian (Dvoretsky)
πλημμελῶς: беспорядочно, нестройно (κινεῖσθαι Plat.).
adv.
contre la règle, à tort.
Étymologie: πλημμελής.
πλημμελῶς adv. van πλημμελής.
πλημμελῶς: беспорядочно, нестройно (κινεῖσθαι Plat.).