ἀθαλλής
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
English (LSJ)
v. ἀθαλής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans verdure, sans feuillage.
Étymologie: ἀ, θάλλω.
Spanish (DGE)
-ές
marchito, δένδρεον Orác. en Heraclid.Pont.50, αἱ δάφναι Plu.Pomp.31
•fig., subst. τὸ ἀ. marchitamiento, improductividad τῆς πρὶν βλαστηφόρου προφητικῆς χάριτος Anon.Hier.Luc.20.12.
Russian (Dvoretsky)
ἀθαλλής: незеленеющий, засохший (δάφναι ἀθαλλεῖς καὶ μεμαραμμέναι Plut.).