ῥυσαίνομαι

From LSJ
Revision as of 12:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσαίνομαι Medium diacritics: ῥυσαίνομαι Low diacritics: ρυσαίνομαι Capitals: ΡΥΣΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: rhysaínomai Transliteration B: rhysainomai Transliteration C: rysainomai Beta Code: r(usai/nomai

English (LSJ)

Pass., A to be wrinkled, Nic.Al.78, AP14.103.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσαίνομαι: Παθ., ῥυτιδοῦμαι, ἐπὶ τῶν οὔλων, Νικ. Ἀλεξιφ. 78, Ἀνθ. Π. 14. 103.

Greek Monolingual

και ῥυσσαίνομαι Α ῥυσός / ῥυσσός]
παθ. (για τα ούλα) ρυτιδώνομαι.

Greek Monotonic

ῥῡσαίνομαι: (ῥυσός), Παθ., έχω ρυτίδες, κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσαίνομαι: быть морщинистым, сморщенным Anth.

Middle Liddell

ῥῡσαίνομαι, ῥυσός
Pass. to be wrinkled, Anth.