εἱληθερέομαι
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Greek Monotonic
εἱληθερέομαι: Μέσ., λιάζομαι στον ήλιο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εἱληθερέομαι: греться на солнце Luc.
Middle Liddell
εἱληθερέομαι,
Mid. to bask in the sun, Luc.