κρεουργέω
English (LSJ)
A cut up like a butcher, J.AJ13.12.6: hence, butcher, mangle, Luc.Syr.D.55, D.L.9.108:—Pass., Ph.2.544, D.C.75.7.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργέω: κατακόπτω κρέας ὡς ὁ κρεουργός, κατακόπτω, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 55, Διογ. Λ. 9. 108. ― Παθ., Φίλων 2. 544, Δίων Κ. 75. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper de la viande par morceaux.
Étymologie: κρεουργός.
Greek Monotonic
κρεουργέω: μέλ. -ήσω, κόβω κρέας σαν χασάπης (κρεουργός), σφαγιάζω, κατακρεουργώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κρεουργέω: разрезать мясо на куски Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεουργέω [κρεουργός] vlees snijden.
Middle Liddell
κρεουργέω, fut. -ήσω
to cut up meat like a butcher (κρεουργόσ), to butcher, Luc.