Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελάγκαρπος

From LSJ
Revision as of 13:17, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγκαρπος Medium diacritics: μελάγκαρπος Low diacritics: μελάγκαρπος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: melánkarpos Transliteration B: melankarpos Transliteration C: melagkarpos Beta Code: mela/gkarpos

English (LSJ)

A v. μελάγκουρος.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκαρπος: -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. ἀσάφεια Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, ὅθεν ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits noirs.
Étymologie: μέλας, καρπός.

Greek Monolingual

μελάγκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρπός (πρβλ. πολύ-καρπος)].

Russian (Dvoretsky)

μελάγκαρπος: приносящий черные плоды (ἀσάφεια Emped. ap. Plut.).