ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
μυόφορβος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που τρέφεται με ποντίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόρβος (< φορβή < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. πολύ-φορβος].
μυόφορβος: питающийся мышами Batr.