πολεμικῶς
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
French (Bailly abrégé)
adv.
en état de guerre : πολεμικῶς ἔχειν πρός τινα XÉN être en guerre avec qqn, dans des dispositions hostiles à qqn ; πολεμικῶς διακεῖσθαι ISOCR être dans des dispositions hostiles;
Sp. πολεμικώτατα.
Étymologie: πολεμικός.
Russian (Dvoretsky)
πολεμικῶς: враждебно (διακεῖσθαι Isocr.; πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους ἔχειν Xen.).