ἡδυλίζω
From LSJ
εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
English (LSJ)
(ἡδύλος) A flatter, wheedle, Men.28.
German (Pape)
[Seite 1153] angenehm reden, schmeicheln, Menand. bei VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδῠλίζω: (ἡδύλος) = ἡδυλογέω, Λατ. adulari, Μένανδ. Ἁλ. 16.
Greek Monolingual
ἡδυλίζω (Α) ηδύλος
1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι
συνουσιάσαι».
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠλίζω: льстить Men.