ὑψίπυλος

Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with high gates, Il.6.416, 16.698, E.HF1030 (lyr.), B.8.46.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Ἰλ. Ζ. 416, 698· κλῇθρα ὑψιπύλων δόμων Εὐρ. Ἡρακλ. 1030.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes élevées.
Étymologie: ὕψι, πύλη.

English (Autenrieth)

(πύλη): high-gated.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Όμ.) (ως επίθετο της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ-πυλος].

Greek Monotonic

ὑψίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπῠλος: высоковратный (Θήβη, Τροίη Hom.; δόμοι Eur.).

Middle Liddell

ὑψί-πῠλος, ον, πύλη
with high gates, Il., Eur.