προσαγρυπνέω
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
A lie awake by, sit up over, οἷς γέγραφε Plu.2.1093c; φιλολογίᾳ Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; τοῖς νόμοις ἀλλ' οὐ ταῖς κλοπαῖς Lyd.Mag.3.10.
German (Pape)
[Seite 747] dabei, darüber schlaflos sein od. wachen, τινί, Clem. Al. strom. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσαγρυπνέω: ἀγρυπνῶ, μένω ἄγρυπνος ἀναγινώσκων τι, προσαγρυπνήσας οἷς γέγραφε περὶ Πανθείας Ξενοφῶν Πλούτ. 2. 1093D, Κλήμ. Ἀλ. 803, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer la nuit à, consacrer ses veilles à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀγρυπνέω.
Russian (Dvoretsky)
προσαγρυπνέω: бодрствовать, проводить бессонную ночь: π. οἷς γέγραφε Ξενοφῶν Plut. проводить ночи над тем, что написал Ксенофонт.