μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
-ῶ :faire tourner, rouler tout autour.Étymologie: τροχός, δινέω.
τροχοδῑνέω: кружить, вращать: τροχοδινεῖται ὄμμαθ᾽ ἑλίγδην Aesch. глаза блуждают (от ужаса).