τροχοδινέω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire tourner, rouler tout autour.
Étymologie: τροχός, δινέω.
Russian (Dvoretsky)
τροχοδῑνέω: кружить, вращать: τροχοδινεῖται ὄμμαθ᾽ ἑλίγδην Aesch. глаза блуждают (от ужаса).
German (Pape)
[ῑ], im Kreise drehen, ὄμματα ἑλίγδην τροχοδινεῖται Aesch. Prom. 884.